- ἀναλείχω
- ἀνα-λείχω, auflecken
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αναλείχω — (Α ἀναλείχω) γλείφω νεοελλ. 1. ποθώ να φάω κάτι νόστιμο, ξερογλείφομαι, λιγουρεύομαι 2. αναδίδω υγρασία 3. (για νερό) ρέω σε ελάχιστη ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + λείχω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναλειχάδα] … Dictionary of Greek
ἀναλείχουσι — ἀναλείχω lick up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀναλείχω lick up pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέλειχον — ἀναλείχω lick up imperf ind act 3rd pl ἀναλείχω lick up imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέλειχεν — ἀναλείχω lick up imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλειχάδα — η [αναλείχω] ανάδοση υγρασίας στην επιφάνεια τοίχου ή αγγείου με νερό … Dictionary of Greek
λείχω — (Α) γλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leiĝh «γλείφω», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. αλλά με διαφορετικό σχηματισμό (πρβλ. λατ. lingo, αρχ. ινδ. lihati, αρμεν. lizum, lizem, lizanem, γοτθ. bilaigon, ιρλδ … Dictionary of Greek